Θυσανόποδα

Θυσανόποδα
(thysanopoda). Αρθρόποδα καρκινοειδή θαλάσσια ζώα, που έχουν χάσει την ικανότητα να κολυμπούν και ζουν προσκολλημένα σε σκληρές επιφάνειες (βράχους, αποβάθρες, όστρακα κλπ.). Τα πόδια τους καταλήγουν σε νήματα που ονομάζονται θύσανοι, τα οποία κινούν έντονα. Από την κίνηση αυτή σχηματίζεται ρεύμα νερού, που είναι απαραίτητο για την αναπνοή και την τροφή τους. Τα θ. είναι ερμαφρόδιτα και τα αβγά τους διατηρούνται μέσα στο ίδιο το ζώο έως την ώρα της εκκόλαψης, οπότε βγαίνουν οι προνύμφες. Οι προνύμφες αυτές περνούν από διάφορα στάδια ωσότου πάρουν την τελική τους μορφή. Ζουν σε όλες τις θάλασσες, κυρίως όμως στις εύκρατες ζώνες της υδρογείου. Τα θ. ονομάζονται και κιρρόποδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

  • πλειόκαινο — Γεωλογική υποπερίοδος, η τελευταία του τριτογενούς (του καινοζωικού αι.). Τόσο τα κατώτερα όριά του (με το μειόκαινο) όσο και τα ανώτερα (με το τεταρτογενές) δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, γιατί δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να σημειώνουν τη… …   Dictionary of Greek

  • συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”